βαλαντώνω

βαλαντώνω
-ωσα, βαλαντωμένος
1. καταβάλλομαι, εξαντλούμαι σωματικά ή ψυχικά: Βαλάντωσε από το πολύ κλάμα.
2. στενοχωρώ, εξαντλώ κάποιον: Με βαλάντωσε ο έρωτάς μου για τη Μαρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαλαντώνω — βαλαντώνω, βαλάντωσα, βαλαντωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαλαντώνω — 1. κατακουράζομαι, εξαντλούμαι σωματικά 2. λαχανιάζω, βαριανασαίνω 3. στενοχωριέμαι 4. στενοχωρώ, κακοκαρδίζω κάποιον 5. ζαλίζω κάποιον, τον τρελαίνω από έρωτα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < βαλάντιο(ν), ενώ κατ άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, < *μαλατώνω… …   Dictionary of Greek

  • βαλάντωμα — το [βαλαντώνω] 1. υπερβολική κούραση, εξάντληση 2. η μεγάλη στενοχώρια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”